Έλληνας γεννιέσαι! Δεν γίνεσαι!
... «Πώς αυτός ο παραλογισμός θα βοηθήσει τη Ελλάδα να βγει από αδιέξοδο; Αληθινά προσπαθώ να το καταλάβω αλλά δεν μπορώ. Είμαι βλάκας φαίνεται. Όπως βλάκες είμαστε όλοι οι Έλληνες που πιστέψαμε στους σωτήρες και τους ανοίξαμε τα πόδια σα πουτάνες!»
[Ο καπετάνιος] Χτύπησε το χέρι στο τραπέζι για να δώσει έμφαση στα λόγια του και τα μάτια του γίναν κόκκινα από θυμό και συγκίνηση. Τα πιάτα κουδούνισαν και διάφορα βλέμματα στράφηκαν προς το μέρος του. Κάποιοι πελάτες, που άκουσαν τα τελευταία εκείνα λόγια, κούνησαν μοιρολατρικά τα κεφάλια.
Πήρε τον λόγο η Ντιάνα.
«Δούλευα σε μια μεγάλη εταιρεία. Με δεκάδες υπαλλήλους. Σκοτωνόμασταν στην δουλειά και παρά το γεγονός ότι το ωράριο έληγε στις πέντε, δεν υπήρχε περίπτωση να ξεγλιστρήσουμε από εκεί μέσα πριν τις εφτά, τις οχτώ ή τις εννέα το βράδυ, κάθε βράδυ! Τα λεφτά ήταν καλά κι αν εξαιρέσει κάνεις την υπερβολική πίεση, η οποία όμως συνηθίζεται, οι συνθήκες ήταν καλές.
Όταν ακούω για τους τεμπέληδες του νότου, πως δεν δουλεύουμε, πως είμαστε διεφθαρμένοι και πως δεν πληρώνουμε τους φόρους μας, μου έρχεται να βάλω τις φωνές. Δέκα λαμόγια καρεκλοκένταυροι πολιτικοί στιγμάτισαν ένα ολόκληρο έθνος! Επειδή εκείνοι χρηματίζονται, είμαστε όλοι διεφθαρμένοι! Επειδή εκείνοι στήνουν υπεράκτιες εταιρείες για να γλυτώσουν τους φόρους που εμείς οι υπόλοιποι πληρώνουμε σα μαλάκες, είμαστε όλοι φοροφυγάδες!
Μου έρχεται να τα σπάσω όλα. Από την μια μιλάμε για την Ενωμένη Ευρώπη και την κοινή Ευρωπαϊκή κουλτούρα κι από την άλλη διάφοροι ανεγκέφαλοι φανατικοί κι αδαείς διχάζουν τους λαούς της Ευρώπης, διασπείροντας ό,τι ανακρίβεια τους κατέβει στο κεφάλι! Στην βόρεια Ευρώπη τα γραφεία των εταιρειών κλείνουν στις πέντε και μετά δεν μπορείς να μπεις μέσα ούτε για να πάρεις τη τσάντα σου! Στις πέντε ακριβώς, αφήνουν τα μολύβια κάτω, σβήνουν με επιμέλεια τα φώτα και τα κλιματιστικά και μετά κλείνονται στα σπιτάκια τους με τα παιδάκια τους και τις ζωούλες τους.
Κι εμείς δουλεύουμε νύχτες, δουλεύουμε Σάββατα, δουλεύουμε Κυριακές επειδή είμαστε τεμπέληδες. Πίνουμε ούζα και φωνάζουμε όπα! Από έναν ολόκληρο Αλέξη Ζορμπά, όλοι αυτοί οι “δουλευταράδες” του βορά το μόνον που κατάλαβαν ήταν το όπα!
Λένε τους Έλληνες τεμπέληδες επειδή τους είναι αδύνατον να κατανοήσουν το Ελληνικό πνεύμα.
Τους είναι αδύνατον να συλλάβουν την έννοια της λέξης ελευθερία γιατί σα λαοί δεν υπήρξαν ποτέ ελεύθεροι. Σ’ όλες τις πόλεις της αρχαίας Ελλάδας 4.000 άνθρωποι πήγαιναν πρωί - πρωί να παρακολουθήσουν αριστουργηματικές παραστάσεις που παίζονται ακόμα και σήμερα, στα θέατρα όλου του κόσμου. Οι πρωταγωνιστές σατίριζαν, κριτικάριζαν και πολλές φορές κατηγορούσαν δημόσια τους άρχοντες που κάθονταν στην πρώτη γραμμή κι άκουγαν τον κόσμο να γελάει και μετά γύριζαν στο σπίτι τους να κοιμηθούν, με τα κεφάλια τους στους ώμους.
Στην Ευρώπη τους, μπορούσες να χάσεις το κεφάλι σου ή να σαπίσεις χωρίς δίκη στα μπουντρούμια τους για πολύ πιο ασήμαντες αιτίες! Αυτοί, με τους απίστευτα ψηλούς δείκτες αλκοολισμού, ακόμα κι ανάμεσα στους εφήβους, κατηγορούν τους Έλληνες ότι είμαστε μέθυσοι. Αυτοί που ο καθένας μόνος, πίνει με σκοπό να γίνει χάλια και να ξεχάσει τη σκλαβιά του, κατηγορούν εμάς που πίνουμε με τις παρέες μας για να γλεντήσουμε τη ζωή και την ελευθερία μας!
Εμείς πίνουμε και γλεντάμε με τη καρδιά μας και δεν μετράμε πόσες γουλιές ήπιε ο καθένας για να του στείλουμε το λογαριασμό! Εκείνοι πίνουν κατηφείς και φυλακισμένοι στις προκαταλήψεις τους, βλέποντας από την τηλεόρασή τους εμάς να γλεντάμε και κρυφά μέσα τους λαχταρούν να γίνουν Έλληνες.
Αλλά Έλληνας γεννιέσαι! Δεν γίνεσαι!
Πρέπει να αναπνεύσεις Ελληνικό αέρα, να ψηθείς από τον Ελληνικό ήλιο και το ολόλαμπρο φως, να ζυμωθείς με το Ελληνικό μπλε και το αλάτι του Αιγαίου. Και πάλι Έλληνας δε γίνεσαι. Δεν το λέω ρατσιστικά ρε παιδιά! Μην με κοιτάτε έτσι! Για τη ψυχή μιλάω. Την Ελληνική ψυχή!
Εμείς είμαστε πραγματικά ελεύθεροι, στη ψυχή και το μυαλό γι αυτό και δεν μας καταλαβαίνουν. Οι δικές τους ψυχές είναι ζυμωμένες με τις ομίχλες, το κρύο, τις βροχές, τις βαριές συννεφιές και τους σκοτεινούς ουρανούς. Τις μικρές μέρες, το λιγοστό φως, την κλεισούρα και την μυρωδιά της υγρασίας.
Κοιτάξτε τους όταν έρχονται οργανωμένες διακοπές. Ασπρουλιάρηδες, σκυφτοί, φοβισμένοι και μαζί υπεροπτικοί, αλαζόνες, ευερέθιστοι, σφιχτοί με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο και το ρολόι στο χέρι, μήπως ξεφύγουν από το πρόγραμμα, μήπως δεν τηρηθούν οι συμφωνίες, μήπως κάποιος τους πιάσει κορόιδο! Είναι να τους λυπάσαι. Διεκπεραιώνουν τις διακοπές τους με τον ίδιο ψυχαναγκασμό και την ίδια προσήλωση στους τύπους που διεκπεραιώνουν τις ζωές τους!
Μας κατάντησαν πάμπτωχους, μας πήραν τα σώβρακα αλλά εμείς εξακολουθούμε να γελάμε και να διασκεδάζουμε γιατί εξακολουθούμε να είμαστε Έλληνες. Και αυτό τους τη δίνει ακόμη περισσότερο στα πειραγμένα τους νεύρα! Πώς εξακολουθούμε να στεκόμαστε όρθιοι; Πώς εξακολουθούμε να είμαστε ελεύθεροι;
Ακόμη κι αν κατακτήσουν την Ελλάδα, ακόμα κι αν τους την χαρίσουμε δεν θα μπορέσουν ποτέ να κατανοήσουν το μεγαλείο της. Γιατί δεν γνωρίζουν την έννοια της ελευθερίας. Δεν μπορούν να κατανοήσουν την ελευθερία με τον τρόπο που την κατανοούν οι Έλληνες. Γι αυτό κι αν ξαφνικά η ελευθερία τους χαριστεί, τους είναι αδύνατον να την διαχειριστούν.
Δείτε τα χάλια των βορειοευρωπαίων δουλευταράδων μόλις βρεθούν στα Μάλια, για παράδειγμα. Γίνονται φέσι, αλληλοσκοτώνονται σαν τα κοκόρια, αλληλοπηδιούνται σα τα σκυλιά στη μέση του δρόμου, ξερνάνε και κοιμούνται πάνω στα ξερατά τους χειρότερα κι από ζώα. Κι αν νομίζετε πως σας λέω ψέματα, μόλις γυρίσουμε στην Αθήνα, πάρτε το καράβι για Κρήτη ή για Κέρκυρα και δείτε με τα μάτια σας.
Την Ελλάδα αν δεν τη ζήσεις δεν μπορείς να την καταλάβεις. Το Ελληνικό πνεύμα κι η Ελληνική καρδιά δεν περιγράφονται με λόγια. Κι αν προσπαθήσει κανείς να τα μιμηθεί και να τα αντιγράψει καταντά ένας καραγκιόζης και μισός. Μας ζηλεύουν ρε! Γιατί όταν οι πρόγονοί μας έφτιαχναν Παρθενώνες, οι δικοί τους ήταν ακόμη σκαρφαλωμένοι στα δέντρα!» Πρόσθεσε, χρησιμοποιώντας σαν επίλογο εκείνο το χιλιοειπωμένο κλισέ, που έκανε τη παρέα της να γελάσει.
Συνεπαρμένη από τα ίδια της τα λόγια ήπιε μια γουλιά από τα κρασί της που είχε πια ζεσταθεί και συνέχισε.
«Μια μέρα μπήκε στο γραφείο ο διευθυντής, ένα αγράμματο καθίκι που δουλειά του ήταν να ρουφιανεύει τους πάντες και τα πάντα στο μεγάλο αφεντικό, στάθηκε στο κεντρικό χωλ, με τη φαλάκρα του να γυαλίζει στον τεχνητό φωτισμό κι ανακοίνωσε σχεδόν χαιρέκακα πως όσοι από τους εργαζόμενους έπαιρναν πάνω από εφτακόσια ευρώ, έπρεπε να περάσουν με το σχόλασμα, από το λογιστήριο. Και με αυτόν συνοπτικό τρόπο βρέθηκα στον δρόμο, άνεργη εδώ και τριάμισι χρόνια.
Πείτε μου σας παρακαλώ, τι κέρδισαν οι δανειστές της χώρας που ενάμισι εκατομμύριο εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα μείναμε άνεργοι; Τι κέρδισαν που στέρησαν τα έσοδα από τα ασφαλιστικά ταμεία και το μέλλον από τα νέα παιδιά;»
Ο Λεωνίδας της έπιασε το χέρι.
«Έλα άστα τώρα αυτά,» της είπε και την τράβηξε τρυφερά στην αγκαλιά του, χαϊδεύοντάς της το μπράτσο. Ο θυμός ανάμεικτος με παράπονο την είχαν κάνει ευσυγκίνητη.
Αναπόφευκτα μπήκα στη διαδικασία να συγκρίνω τις σκέψεις αυτών των πενηντάρηδων, που ξαφνικά οδηγήθηκαν στα αζήτητα, με τους προβληματισμούς των συνομήλικών μου που είχα γνωρίσει στην Αθήνα.
«Θα πήγαινες ποτέ σου να δουλέψεις στο εξωτερικό;» ρώτησα.
«Αστειεύεσαι! Αυτή είναι η χώρα μου, η πατρίδα. Εδώ μένει η ηλικιωμένη μάνα μου, ο σκύλος μου, οι φίλοι μου. Αν είναι κάποιος να φύγει, να ξεκουμπιστούν αυτοί». Απάντησε σχεδόν αμέσως.
Ποιοί να είναι άραγε αυτοί, αναρωτήθηκα, αλλά προτίμησα να μην ρωτήσω γιατί το κλίμα είχε ήδη γίνει εξαιρετικά βαρύ.
Πηγή: Απόσπασμα από το 5ο κεφάλαιο του υπό έκδοση μυθιστορήματος «Απόλυτο Μπλε» της Ξένιας Κουτσογιάννη.