Οι τετράμορφοι και το τέρας - 3η μέρα
Ευρετήριο Άρθρου
3η μέρα
Νομίζω ότι τα πολύ πρωινά ξυπνήματα που έχω κάνει στη ζωή μου μπορώ να τα μετρήσω με τα δύο χέρια. Ναι, προφανώς δεν είμαι πρωινός τύπος και οποιαδήποτε ώρα πριν τις 9 μου ακούγεται ‘νωρίς’. Ήμουν απόλυτη μειοψηφία στο να σηκωθούμε αργότερα από τις 6 και οι υπόλοιποι επιβλήθηκαν συνοπτικά. Α ρε δικτατορία της πλειοψηφίας...
Αυτή τη φορά η Cecilia στο τιμόνι και ο Μανώλης για ξεκούραση στο πίσω κάθισμα. Κέρδισε επάξια το άραγμα. Οι Ιταλοί στην οδήγηση είναι σαν τους Έλληνες αλλά με μια βασική διαφορά: οι εθνικές οδοί (τουλάχιστο στο βορρά της χώρας) είναι σαν τις γερμανικές. Μεγάλη άπλα, πολλές λωρίδες και απέραντες ευθείες. Όπως και να ‘χει όμως οδηγούν με συνεχείς προσπεράσεις αριστερά και δεξιά, χωρίς σεβασμό στα όρια ταχύτητας, με μια έντονη ανεμελιά.
Ομολογώ όμως ότι μας δε μας ένοιαξε ιδιαίτερα αφού είχαμε το ηλιοβασίλεμα στη μια πλευρά του δρόμου και καθαρό ουρανό. Η θερμοκρασία ήταν υψηλότερη από την προηγούμενη μέρα (από το βορρά παρεμβάλλεται το ‘τείχος’ των Άλπεων βλέπετε) και η διάθεσή μας ήταν στα ύψη. Είμαι σίγουρος ότι έχετε νιώσει αυτό το μισοκουρασμένο, μισοφρέσκο συναίσθημα του πρωινού ξυπνήματος που σιγά σιγά, και λόγω της όμορφης, κρύας μέρας, μεταμορφώνεται σε ευεξία και ενέργεια (κάνω και διάλεξη για τα πρωινά ξυπνήματα τρομάρα μου...).
Διάλειμμα για espresso σε ένα autogrill (θεωρητικά έχουν τον καλύτερο καφέ στην Ιταλία) και βενζίνη και πίσω στο δρόμο. Ένα απρόοπτο μονάχα: το ‘τέρας’ έχει ηλεκτρονικά παράθυρα, ένα εκ των οποίων ξαφνικά άνοιξε μόνο του και δεν έκλεινε. Με 140 χλμ/ώρα στην εθνική και 1 βαθμό κελσίου, το ανοιχτό παράθυρο άλλαζε τη μέρα μας προς το χειρότερο.
Για μερικά λεπτά προσπαθούσαμε να το καλύψουμε αλλά τίποτα. Σ’αυτό δεν έχω συμβουλή να πω την αλήθεια, απλά πριν πάτε να το καλύψετε με κάτι βεβαιωθείτε ότι δεν είναι πολύτιμο γιατί πιθανότατα θα σπάσει τα δεσμά του και θα πετάξει. Ευτυχώς, ενώ ο πανικός άρχιζε να αναδύεται, το παράθυρο ανέβηκε μόνο του. Μάλλον είναι αληθινό τέρας το ‘τέρας’.
400 χλμ μετά πλησιάζαμε την Ανκόνα με τη Cecilia να το έχει πατήσει για τα καλά για να προλάβουμε. Μέσα σε μερικά λεπτά βρήκαμε τα γραφεία της ΑΝΕΚ και ακούσαμε τα πρώτα ελληνικά. Δυστυχώς δεν ήταν ευχάριστα, τουλάχιστο για κάποιους που ήθελαν να αγοράσουν εισιτήρια και δε γινόταν γιατί το καράβι ήταν πλήρες λόγω Χριστουγέννων (και την επόμενη μέρα). Η ουρά μεγάλη και η ατμόσφαιρα με ένταση, και τότε άκουσα τις μαγικές λέξεις: ‘όποιος έχει κάνει κράτηση ας έρθει από δω’.
Εγώ και ένας κύριος δώσαμε τα ονόματά μας, μας φώναξαν μετά από δύο λεπτά και αυτό ήταν, μπορούσαμε να ταξιδέψουμε χωρίς άλλα. Δίδαγμα: κάντε κράτηση από το internet. Εμείς το κάναμε από το greekferries.gr, οι οποίοι, παρότι υπήρξε μια δυσκολία στην αρχή γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν την κράτηση κατευθείαν, είχαν πολύ καλή εξυπηρέτηση, ήταν ευγενικοί και ενδιαφέρθηκαν.
Τα εισιτήρια στο χέρι λοιπόν και μια βόλτα στην πόλη ήταν ότι χρειαζόμασταν. Ο Μανώλης ξανά στο τιμόνι και καταλήξαμε στο κέντρο για μερικά ψώνια για το ταξίδι. Πολλοί κάτοικοι της Ανκόνα μας έδωσαν την εντύπωση ότι συχνάζουν στο Κολωνάκι. Καλοντυμένοι (ακριβά) κυκλοφορούσαν με το κεφάλι (και τη μύτη) ψηλά και μας δυσκόλεψαν όταν προσπαθούσαμε να μάθουμε που έχει supermarket.
Είναι από τις φορές που αισθάνθηκα παρείσακτος λόγω ένδυσης και μου έλειψε το Amsterdam όπου η εμφάνιση θεωρείται (μέσες άκρες) προσωπική επιλογή και σε γενικές γραμμές ο κόσμος δεν ασχολείται με το τι φοράει κανείς. Στραβά έχει πολλά, αλλά όπως και να ‘χει εκεί δεν έχω κάποια βαριά επίγνωση του τι φοράω. Τέλος πάντων, με τα πολλά καταφέραμε να μάθουμε πού να ψωνίσουμε (μπήκε η Cecilia μπροστά ως πιο ‘μαλακή’ εικόνα), πήραμε φαί και ποτό και μπήκαμε στο αμάξι με προορισμό το λιμάνι.
Είχαμε 20 λεπτά ακόμα αλλά δεν ήταν όσο εύκολο φανταστήκαμε. Το GPS δεν ήταν ιδιαίτερη βοήθεια στο να βρούμε την πύλη μας και έπρεπε να ρωτάμε. Μετά από λίγο βρήκαμε τη σωστή κατεύθυνση και ενώ ήμασταν μερικές εκατοντάδες μέτρα από το πλοίο, μας σταμάτησαν οι μπάρες των γραμμών του τρένου γιατί πέρναγε μια αμαξοστοιχία! Στιγμή πανικού, ο Μανώλης νομίζει ότι η μπάρα κατεβαίνει πάνω στο τέρας, όπισθεν και... μπούπ! Χτυπάμε ελαφρά ένα αμάξι πίσω μας. Ωχ, σκέφτηκα, πάει το πλοίο. Τώρα άντε να συνεννοηθούμε, να ‘ρθει η αστυνομία, διαδικασίες κτλ κτλ.
Ας βγω έξω λέω να δώσω υποστήριξη στο Μανώλη που ήταν ήδη σε συνομιλία με τον οδηγό του πίσω αμαξιού. Ευτυχώς βλέπω το Μανώλη με το πλέον απολογητικό ύφος να λέει ‘sorry’ και τον Ιταλό να είναι σε καλό δρόμο και να λέει το μαγικό ‘ok, ok’. Όντως δευτερόλεπτα μετά ο οδηγός μας επανέρχεται με ειλικρινές ξεφύσημα ανακούφισης και οι ελπίδες μας αναπτερώνονται.
Περνάμε τις μπάρες και στρίβουμε αριστερά προς το λιμάνι αλλά, αν είναι δυνατόν, κι άλλες μπάρες κατεβαίνουν, και το ίδιο τρένο φαίνεται να έρχεται πάλι! Εδώ υπάρχει διαφωνία μεταξύ εμού και Cecilia γιατί τελικά οι μπάρες ανέβηκαν κατευθείαν και το τρένο δεν πέρασε. Εγώ απλά νομίζω ότι υπήρξε ασυνεννοησία και τελικά δε θα πέρναγε. Το έτερον ήμισυ όμως λέει ότι τις ανέβασαν για μας γιατί κατάλαβαν ότι πάμε για το πλοίο και ότι το τρένο θα πέρναγε κάπως αργότερα.
Όπως και να ‘ναι περάσαμε και ήμασταν στην ουρά για το ferry. Βάλαμε το αυτοκολλητάκι μας για ‘Igoumenitsa’ και αφήσαμε το Μανώλη για να πιάσουμε θέση κάπου μέσα στο πλοίο. Θα κάνω εδώ την παύση της ημέρας μια που το ταξίδι στο νερό αλλάζει τελείως το σκηνικό και εδώ που τα λέμε 16 ώρες στο πλοίο θα έχουν πολλή βαρεμάρα, ε;
Υ.Γ. Οι φωτογραφίες από την 3η μέρα είναι μετά από την αποβίβαση στην Ηγουμενίτσα προς Θεσσαλονίκη και προς Αθήνα. Φωτογραφικά το ίδιο θα ισχύσει και για την 4η μέρα άφιξης στην Αθήνα.