Οι τετράμορφοι και το τέρας - Επιστροφή 1η μέρα
Ευρετήριο Άρθρου
1η μέρα (μέχρι πριν το δείπνο)
Μετά τους εορτασμούς δεν προλάβαμε να χαλαρώσουμε πολύ και μία μέρα μετά την πρωτοχρονιά ξεκινήσαμε να επανασυνδεθούμε με τους συντρόφους μας στη Θεσσαλονίκη. Να σημειώσω ότι, όπως σας είπα, το μεγαλύτερό μου άγχος ήταν να πάρω το διαβατήριο γιατί αλλιώς τα βαλκάνια θα παρέμεναν ένα όνειρο (με αεροπλάνο με έβλεπα στην επιστροφή...).
Τελικά κατάφερα να το πάρω το μεσημέρι μερικές ώρες πριν την αναχώρηση του τρένου και βουρ! για σταθμό Λαρίσης. Επόμενη στάση η συμπρωτεύουσα. Δε θα γράψω πολλά για τη Θεσσαλονίκη, απλά κάτι χαρακτηριστικό για την οδήγηση, την αγαπημένη μας κοινωνιολογική μέθοδο σε αυτό το ταξίδι.
«Χαλαρά», αυτός είναι ο χαρακτήρας της κυκλοφορίας, σε αντίθεση με την Αθήνα. Χωρίς βιασύνη και πανικό, με λιγότερες κόρνες και ένταση, οι Θεσσαλονικείς κυκλοφορούν στην πόλη με εναν πιο ανθρώπινο τρόπο. Χαλαροί και εμείς, «Από δυο χωριά» μεζέδες, Κρήτης και Πόντου και μπόλικη ρακή, και μετά στο σπίτι του Μανώλη για ύπνο και πρωινό ξύπνημα (γκρρρ...).
Η οικογένεια του Μανώλη μένει έξω από το κέντρο, ψηλά σε ένα λόφο και όλη η πόλη είναι ένα αξιοθέατο από το μπαλκόνι τους. Στο σαλόνι του παππού του (άνω των 90 παρακαλώ υγιέστατος και γλυκύτατος) ξαπλώσαμε εγώ και η Cecilia για ύπνο και το πρωί (όχι και πολύ νωρίς τελικά) για πρωινό με σχεδόν όλη την οικογένεια. Όλο το πρωινό ήταν μια δυνατή δόση φιλοξενίας και ζεστασιάς πριν βγούμε πάλι στο δρόμο.
Ο Μανώλης με τον Αντώνη πάλευαν με το τέρας με τεχνικές tetris να χωρέσουν όλα τα πράματα, η Cecilia έκανε τον περίπατό της στη λιακάδα δίπλα στα τείχη, και εγώ έπινα τον τούρκικο καφέ μου με θέα την πόλη και μίλαγα με τη μητέρα του φίλου. Με τα πολλά, χωρέσαμε και μεις, και το τσέλο, 10 λίτρα ρακή και άλλα καλά, και βάλαμε προορισμό στο GPS: Βελιγράδι.
Είχαμε αποφασίσει να περάσουμε μέσα από την ΠΓΔΜ, στην οποία ήμασταν μέσα σε λίγες ώρες. Μια ιδιαιτερότητα προτού μπούμε στη χώρα ήταν το ενδιάμεσο κενό μεταξύ των συνόρων (λόγω ελέγχου αυτή τη φορά). Για 500 μέτρα είναι no man’s land. Πίσω είναι η Ελλάδα και μπρος η ΠΓΔΜ και στη μέση το duty free. Ψωνίσαμε και μεις σοκολάτες, τσιγάρα και ένα κομπολόι για τον Άγγλο φίλο μου τον Όσκαρ, και συνεχίσαμε σε αυτό το κενό αέρος μέχρι να περάσουμε ξανά σε χώρο εθνών-κρατών, «κυριαρχιών», «πατρίων εδαφών» και άλλων αφηρημένων. Ο έλεγχος στα σύνορα ήταν αρκετά χαλαρός και μπήκε η πρώτη σφραγίδα στο νέο μου διαβατήριο.
Η εθνική οδός της ΠΓΔΜ είναι εντυπωσιακά καλή (τουλάχιστον η μία που διασχίσαμε εμείς) αλλά δεν πέρασε πολλή ώρα πριν διαπιστώσουμε κάτι παράξενο. Δεν υπήρχαν άλλα αυτοκίνητα στο δρόμο. Ήμασταν σε μια κατάσταση λες και διασχίζαμε την Αριζόνα των Βαλκανίων. Το χρώμα της χώρας είναι αρκετά καφέ και κοκκινωπό, με λόφους και βουνά στο βάθος. Παντού η γη φαίνεται σκονισμένη. Δε βλέπαμε οικισμούς (δε θυμάμαι καν αν είδα έστω έναν) και ήμασταν μόνοι. Μια φορά περάσαμε διόδια (με ευρώ παρακαλώ) και πιο μετά μπήκαμε σε ένα βενζινάδικο, όπου διαπιστώσαμε ότι όντως ζουν άνθρωποι σε αυτή τη χώρα και μάλιστα είναι ζεστοί και ευγενικοί (τουλάχιστον αυτοί οι τρεις που είδαμε).
Δε μου φάνηκαν πολύ επικίνδυνοι και με ιρρεδεντιστικές τάσεις προς την Ελλάδα. Όπως και να’χει, έχουν φθηνή βενζίνη (αν και όχι πολλά αυτοκίνητα) και μεις φουλάραμε το τέρας και πίσω στο δρόμο. Ενδεικτικά, σε κάποια φάση ήμασταν στην αριστερή λωρίδα και μας μπήκαν ψύλλοι στα αυτιά ότι πηγαίναμε ανάποδα γιατί δεν υπήρχε εμφανώς αντίθετη λωρίδα με διαχωριστικό ανάμεσα. Είναι λίγο σοκαριστικό το συναίσθημα ξαφνικά να σκέφτεσαι ότι πας ανάποδα στην εθνική... Πάντως, κάτι μου λέει ότι η ΠΓΔΜ έχει ιδιαίτερα μέρη να δει κανείς και σίγουρα δεν υπάρχουν και πολλοί τουρίστες.
Τέλος πάντων, αρκετά αργότερα φτάσαμε στα σύνορα με τη Σερβία. Εκεί ο έλεγχος ήταν λίγο πιο αυστηρός αλλά όχι όπως μου περιέγραφαν κάτι φίλοι, που μόνο που δεν τους έγδυσαν. Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις το να έχεις μια θηλυκή σουηδική φάτσα δίπλα στις ελληναράδικες μάλλον βοηθάει. Τσέκαρε τα διαβατήριά μας ένα ένα ο φρουρός και φώναζε τα ονόματά μας, «παρών» φωνάζαμε εμείς και μετά από πολλά χαμόγελα, μπήκαμε και επίσημα στο έθνος-κράτος Σερβία. Μπορώ να επιβεβαιώσω επίσης ότι το να είσαι Έλληνας βοηθάει με τους Σέρβους.
Το τοπίο της Σερβίας δεν ήταν πολύ διαφορετικό αλλά λίγη ώρα μετά τα σύνορα είδαμε επιτέλους οικισμούς. Η έκπληξη αυτή τη φορά ήταν ότι πολλά από τα σπίτια ήταν μισό-χτιστα. Μερικές φορές το ισόγειο ήταν τελειωμένο αλλά ο πρώτος όροφος είχε ακόμα τούβλα και ανοίγματα αντί για παράθυρα, άλλες φορές όλο το κτίσμα ήθελε ακόμα πολλή δουλειά και βλέπαμε μόνο τούβλα. Μάλιστα σε πολλά από αυτά ζούσαν άνθρωποι (τουλάχιστον στο ισόγειο και ίσως άπλωναν κανένα ρούχο επάνω).
Μετά από τον τρίτο οικισμό που είχε τέτοια σπίτια, αρχίσαμε την κουβέντα για τους λόγους και υπάρχουν διάφορες απόψεις (ευπρόσδεκτες και από σας αν μπορείτε να μας διαφωτίσετε παρακαλώ). Οι βασικές δύο πιθανότητες που διακρίναμε είναι ότι είτε ξεκίνησαν να χτίζουν όταν υπήρχε μεγαλύτερη ευμάρεια στη χώρα και τώρα τα πράγματα είναι δύσκολα, ή ότι απλά υπήρξε ένα έντονο κύμα κτισίματος πρόσφατα και είναι σε εξελικτικό στάδιο. Συμφωνήσαμε ότι είναι σημαντικό από που έρχονται τα χρήματα γιατί υπάρχουν πολλοί Σέρβοι μετανάστες σε βορειο-ευρωπαϊκές χώρες (όπως η Σουηδία) οι οποίοι συχνά στέλνουν λεφτά και χτίζουν στη χώρα καταγωγής, αλλά βέβαια μπορεί να είναι άνθρωποι της πόλης που θέλουν να μετακομίσουν στην εξοχή και έτυχε να γίνει σε μια συγκεκριμένη περίοδο. Όλα είναι ανοιχτά προφανώς αλλά με τρώει η περιέργεια.
Να δώσω τα εύσημα μια ακόμα φορά στο Μανώλη για την οδήγηση και τη συνεργασία με το τέρας. Το Βελιγράδι ήταν κοντά και ήμασταν εντός προγράμματος. Είχε βραδιάσει όταν είδαμε το Δούναβη και μια από τις γέφυρες που ενώνουν την ανατολική και τη δυτική πλευρά. Ομολογώ ότι η πρώτη εντύπωσή μου δεν ήταν η καλύτερη. Περίμενα πιο πολύ φως ίσως, πιο πολλά εντυπωσιακά κτίρια, πιο πολύ ρομαντισμό, δεν ξέρω. Μην ανησυχείτε όμως, η πόλη ήταν μια καταπληκτική εμπειρία, απλά συνέβη σταδιακά.
Σκοπεύαμε να μείνουμε στο ξενοδοχείο Slavija, όπου είχε μείνει παλιότερα ο Μανώλης και ξεκινήσαμε να ψάχνουμε τουριστικό γραφείο. Τελικά μας βοήθησαν στο σταθμό του τρένου στα αγγλικά (οι Σέρβοι του Βελιγραδίου γενικώς μιλούν την αγγλική), πήραμε χάρτη και φύγαμε για το ξενοδοχείο. Το κτήριο είναι μπροστά στην πλατεία Slavija στην οποία γίνεται χαμός!
Μπαινοβγαίνουν αυτοκίνητα από έξι-επτά οδούς χωρίς φανάρι και γενικά ισχύει το «όποιος προλάβει». Χάος... Να πω ότι δεν είναι γενικό πρόβλημα της πόλης το κυκλοφοριακό (όχι και Αθήνα, ε;), απλά αυτή η πλατεία είναι ακραία.
Παρκάραμε το τέρας κάτω από το ξενοδοχείο και μπήκαμε στο, πρώην πολυτελές, Slavija. Να σημειώσω ότι υπάρχει το Lux και το απλό. Φαντάζεστε σε ποιο πήγαμε εμείς, ε; 18 ευρώ το άτομο τη βραδιά σε τετράκλινο με δυο δωμάτια και πρωινό. Χτίστηκε το 1962 και φαίνεται. Γενικά σαπίζει από παντού αλλά για δυο βράδια δεν είναι άσχημη εμπειρία. Αν δεν έχετε απαιτήσεις... Χμμ, και πάλι δεν ξέρω αν το συνιστώ ακριβώς αλλά τουλάχιστον για ύπνο και ένα μπάνιο δεν είναι κακό.
Το αστείο είναι ότι υπάρχει ο αέρας της επισημότητας από τους υπαλλήλους. Όλοι είναι καλοντυμένοι και μιλάνε με «sir» και «madam», και είχαμε συνοδό μέχρι το δωμάτιο (ο οποίος αισθάνθηκε λίγο άβολα όταν πάτησε το διακόπτη και το φως δεν άναψε...). Τέλος πάντων, απλωθήκαμε και μετά από λίγο βγήκαμε για φαί γιατί είχαμε λιμάξει. Η πολύ ενδιαφέρουσα βραδιά μας θα είναι η αρχή στο επόμενο μέρος του ημερολογίου.
Υ.Γ. Σε αυτή τη περιγραφή φωτογραφίες δεν υπάρχουν. Για να μην υπάρχει κενό όμως, έβαλα μερικές από το Βελιγράδι μιας και αυτή η ενότητα έχει αρκετές.