Οι τετράμορφοι και το τέρας - Επιστροφή 2η μέρα
Ευρετήριο Άρθρου
1η νύχτα και 2η μέρα
Αποφασίσαμε να περπατήσουμε μέχρι το κέντρο (περίπου 10-15 λεπτά) ώστε να δούμε και λίγο από την πόλη. Η αρχική μου εντύπωση ήταν ότι το Βελιγράδι έχει κάτι από Αθήνα. Περπατήσαμε δίπλα σε μια φαρδιά λεωφόρο σαν την Πανεπιστημίου που διασχίζει το κέντρο με ψηλά κτήρια αριστερά και δεξιά. Την ώρα που βγήκαμε δεν υπήρχαν πολλοί περαστικοί αλλά παρατήρησα δύο πράγματα: πρώτον, οι του Βελιγραδίου είναι καλοντυμένοι, ενημερωμένοι περί της μοδός αλλά χωρίς υπερβολές (πάντα στα δικά μου μάτια) και δεύτερον δεν παρατήρησα δείγματα φτώχειας στο δρόμο.
Δεν υπήρχε ούτε ένας άστεγος στο κέντρο και δεν ζητιάνευε κανείς. Γενικότερα όταν πάω σε κάποια πόλη στην Ευρώπη, θα υπάρξουν πάντα περαστικοί που ζητούν χρήματα. Θυμάμαι στη Λιέγη του Βελγίου όπου έμεινα για δυο νύχτες και στο κέντρο, μέσα σε δυο-τρεις ώρες, με είχαν πλησιάσει τουλάχιστο δέκα φορές για λεφτά νεαροί χρήστες. Στο Βελιγράδι δεν υπήρξε κανείς. Δεν ξέρω αν υπάρχει έντονη αστυνόμευση και τους κυνηγούν (δεν είδα πολλή αστυνομία) ή θεωρείται κοινωνικά απαράδεκτο ή εν τέλει έχει μείνει κάτι από το σοσιαλισμό και φροντίζει το κράτος για τους υπερβολικά φτωχούς.
Τέλος πάντων, φτάσαμε σε έναν από τους πεζόδρομους που οδηγούν στο πάρκο Kalemegdan και αρχίσαμε το ψάξιμο για φαί. Ψυλλιάζεστε τι θα συμβεί, ε; Πουθενά ανοιχτά εστιατόρια τέτοια ώρα (νομίζω 10 το βράδυ). Περπατήσαμε αρκετή ώρα με τα στομάχια να γρυλλίζουν και τη Cecilia με στομαχόπονο, και κάποια στιγμή ρωτήσαμε κιόλας κάτι κοπέλες. Μας κοίταξαν περίεργα, κατάλαβαν ότι δεν είμαστε ντόπιοι και συνέπασχαν με το πρόβλημά μας αλλά φαί πουθενά.
Με τα πολλά, είδαμε ένα ημιυπόγειο με μια ταμπέλα έξω να λέει το μενού και με αέρα κομψού εστιατορίου. Κοιταχτήκαμε και αρχίσαμε να κατευθυνόμαστε προς τα κει. Κοντοσταθήκαμε απ’έξω και δεν ήμασταν απόλυτα αβέβαιοι αν θέλαμε κάτι τέτοιο, μέχρι που βγήκε ο σερβιτόρος. Ψηλός και αδύνατος, με μουσάκι και μουστάκι, κοντό μαλλί και με άψογα αγγλικά με βρετανική προφορά (και κάτι από βρετανικό χιούμορ) μας προσκάλεσε μέσα και μετά από μερικές στιγμές δισταγμού μας κατέβαλε ένα συναίσθημα «άντε, και δεν πάμε...».
Η διακόσμηση ήταν αρκετά υπερρεαλιστική, με διάφορους πίνακες χωρίς συνοχή, μια σημαία της Ρωσίας δίπλα στη Σερβική και το σερβιτόρο με πολλή attitude. Καταλάβαμε ότι ήμασταν σε ιδιαίτερο μέρος και σιγά σιγά χαλαρώσαμε και αρχίσαμε να το απολαμβάνουμε. Δυστυχώς η Cecilia, λόγω πόνου, χρειαζόταν να ξαπλώσει στον καναπέ και ευτυχώς από το σερβιτόρο ούτε ίχνος «τι θα πει ο κόσμος...». Μάλιστα ρώτησε πως μπορεί να βοηθήσει και η αγαπημένη μου ζήτησε βραστό ψάρι, βραστές πατάτες και βούτυρο. Όχι κλασικό πιάτο για κομψό εστιατόριο, ε; Ο σερβιτόρος ούτε καν κοντοστάθηκε, είπε «επιστρέφω αμέσως» και μετά από ένα λεπτό ήρθε και ανήγγειλε ότι βεβαίως θα φέρει τα βραστά και το κόστος είναι 7 ευρώ. Μια χαρά λέμε εμείς και αρχίσαμε το ψάξιμο στο μενού.
Δεν ξέρω αν είναι έτσι τα εστιατόρια ή η παραδοσιακή κουζίνα αλλά όπου φάγαμε στο Βελιγράδι το κρέας κυριαρχούσε. Κοτόπουλο σε διάφορους σχηματισμούς με ένα λουκάνικο να το διαπερνά για τον Αντώνη, νομίζω Pljeskavica για το Μανώλη (ένα είδος hamburger) και Muckalica για μένα (ένα μείγμα κρεάτων και λαχανικών στο φούρνο).
Με το φαί βέβαια φαίνεται πόσο κοντινές είναι οι κουλτούρες των Βαλκανίων καθώς η βάση είναι ίδια και υπάρχουν μικρές διαφορές, κάπως πικάντικο στην περίπτωση της Σερβίας. Μέχρι και κάτι κοντά στο τζατζίκι φάγαμε με το όνομα Tarator. Ο σερβιτόρος το διασκέδαζε εξίσου νομίζω και είχε ένα χαρακτηριστικό το οποίο παρατηρήσαμε και σε έναν ακόμα Σέρβο (σερβιτόρο). Μας αρκεί στατιστικά για να γενικεύσουμε; Είχε συχνά σοβαρό ύφος, σχεδόν αυστηρό, ενώ έλεγε κάτι αστείο και μετά έσκαγε πολύ διακριτικό χαμόγελο. ‘Ισως είναι κάτι των Σέρβων ή των σερβιτόρων ή του Βελιγραδίου. Πάντως είναι κάτι σκωπτικό θα έλεγα.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό της βραδιάς ήταν η διαφωνία μου με το Μανώλη για το Χατζιδάκι. Ξέρω, άσχετο αλλά είπαμε, υπάρχει ποικιλία στις συζητήσεις. Είπα εγώ ότι ο Χατζιδάκις είναι γλυκανάλατος (cheesy), φουρκίστηκε ο φίλος. «Είσαι αδαής» μου είπε γιατί ξέρεις μόνο τις ταινίες με τη Βουγιουκλάκη που τις απέρριψε αργότερα ο συνθέτης. Καλά του λέω, δεν τον έχω ακούσει εκτενώς, όταν πάμε Άμστερνταμ βάλε μου να ακούσω. Εντάξει μου λέει, sorry για το «αδαής» αλλά θα στο αποδείξω. Μια που υπήρξε ετυμηγορία, θα σας την πω: δεν μου το απέδειξε (δια στόματος Μανώλη μάλιστα). Ό,τι ακούσαμε (με τη Cecilia) από τα μεταγενέστερα του Χατζιδάκι δε μας έπεισε ότι δεν είναι cheesy – παρά τη σπουδαιότητα του για την Ελληνική μουσική παράδοση - . Το αστείο είναι ότι είχαμε άλλο διπλωματικό επεισόδιο με τη σύντροφο του Μανώλη όταν η Cecilia είπε «ναι, νομίζω είναι γλυκανάλατος» αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία.
Πίσω στο Βελιγράδι λοιπόν, με γεμάτα στομάχια και λίγο ζαλάδα από το αλκοόλ και με την τρομερή πολυτέλεια να κάνουμε (εγώ δηλαδή) ένα τσιγαράκι μετά το φαί χωρίς να βγούμε στο κρύο. Πληρώσαμε (γύρω στα 10-13 ευρώ το άτομο), αποχαιρετίσαμε το σερβιτόρο που έδωσε χαρακτήρα στη βραδιά μας και περπατήσαμε για να βρούμε ταξί (νομίζω για λίγα ευρώ, όχι ακριβά). Σε λίγα λεπτά ήμασταν στο ξενοδοχείο και πήραμε τον ύπνο μας (ή μάλλον μας πήρε) γρήγορα και ευχάριστα.
Αυτή τη φορά το ξύπνημα ήταν πιο ανθρώπινο (γύρω στις 10 νομίζω) και βρεθήκαμε όλοι μαζί για το πρωινό. Γεμίσαμε με ενέργεια και πίσω στο δρόμο για περίπατο μέχρι τους ωραίους πεζόδρομους. Ακολουθήσαμε τον κόσμο (πολύ περισσότερος από την προηγούμενη νύχτα αν και σχετικά λίγος λόγω γιορτών από ότι μάθαμε), βρήκαμε ένα τουριστικό γραφείο με λίγη δυσκολία (είναι στον πεζόδρομο, ρωτώντας θα το βρείτε) και συνεχίσαμε για το πάρκο-κάστρο, εκεί που συναντιούνται ο Σάβα και ο Δούναβης.
Δε θα περιγράψω τι είδαμε, οι φωτογραφίες είναι ενδεικτικές. Νομίζω ότι οποιοσδήποτε πάει στο Βελιγράδι πρέπει να σταθεί πάνω κει για τη θέα. Άλλα highlights της ημέρας ήταν η επίσκεψη στο Zemun, την παλιά πόλη, και σε μια υπαίθρια αγορά (ίσως στο Kalenic, θα σας γελάσω). Οι μετακινήσεις μας έγιναν με λεωφορείο για το οποίο αγοράσαμε εισιτήρια σε ένα κιόσκι (σαν το σύστημα της Αθήνας νομίζω). Ρωτώντας και ξανα-ρωτώντας, φτάσαμε εκεί που θέλαμε. Μην ανησυχείτε, είπαμε οι Σέρβοι νοιάζονται.
Η αγορά είχε ό,τι φαντάζεστε σε λαχανικά και άλλα τρόφιμα, μπαχαρικά κτλ. Η Cecilia ψώνισε από μία κυρία, τη Μάγια, σπιτικό ajvar, μια σερβική κρέμα πιπεριάς, και πικάντικες πιπεριές πίκλες (έχουμε το τηλέφωνο της Μάγιας στο βαζάκι αν ενδιαφέρεστε). Πήραμε και διάφορα άλλα καλά (ξηρούς καρπούς, φρούτα) και πήγαμε για καφέ. Όπως καταλαβαίνετε, una faccia una razza με τους Σέρβους και στον καφέ. Τούρκικος, Ελληνικός, Σέρβικος, Βουλγάρικος, όπως θέλετε πείτε τον, καφές στο μπρίκι είναι (μόνο που στη Σερβία πρώτα βράζει το νερό και μετά βάζεις τον καφέ…).
Εκεί ήταν που ο σερβιτόρος είχε ίδιο χιούμορ με τον άλλο. Φάτσα ξινού δασκάλου μέχρι που λέει το αστείο του, αναρωτιέσαι «αστείο δεν είπε;» και μετά χαμογελά και χαλαρώνεις. Θέα το ποτάμι, ήλιος στο πρόσωπο, ο Αντώνης με γυαλιά ηλίου και παντού ηρεμία.
Ο αγαπητός Αντώνιος είχε επικοινωνήσει με μια ντόπια πρώην συνάδελφο μουσικό που είχε γνωρίσει πριν δέκα χρόνια και δεν είχε ξαναδεί. Μετά τον καφέ μας μάλιστα τη συναντήσαμε τυχαία με τον άντρα της. Ανανεώσαμε το ραντεβού μας για το βράδυ και συνεχίσαμε για την παλιά πόλη. Το Zemun είναι πανέμορφο, σα χωριό μέσα στην πόλη, με θέα όλο το Βελιγράδι (επίσης δείτε τις φωτό). Κάποια στιγμή φτάσαμε σε ένα αδιέξοδο, βγήκε και μια γιαγιά έξω παρακολουθώντας, χαμογελάσαμε εμείς, χαμογέλασε και αυτή και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Φάγαμε και μια κρέπα στον πεζόδρομο και σιγά σιγά πίσω στο ξενοδοχείο για λίγη ξεκούραση και ένα μπάνιο πριν τη δεύτερη βραδινή έξοδο με περισσότερη ατμόσφαιρα.
Μας περίμενε η Skadarlija, σαν την Πλάκα ένα πράμα, μουσική από Ρομά και μπόλικη slivovitz, κάτι σα ρακή αλλά με γέυσεις (μέλι, αχλάδι, δαμάσκηνο). Πρώτα βρεθήκαμε με τους φίλους που μας πήγαν συστημένους σε ένα μαγαζί (δε θυμάμαι ποιο αλλά έχω την αίσθηση ότι υπάρχουν πολλές επιλογές και με χαμηλές τιμές). Εκεί τρεις μουζικάντηδες με ακορντεόν, κιθάρα και ένα κόντρα-μπάσο έπαιζαν παραδοσιακά αλλά είχαμε σαφείς οδηγίες να μην τους κοιτάμε έντονα γιατί είναι μήνυμα να έρθουν στο τραπέζι μας για παραγγελιά.
Οι συζητήσεις με τους δυο Σέρβους φίλους άρχισαν να ζωντανεύουν και μάθαμε, ειδικά εγώ γεμάτος περιέργεια, ότι σήμερα στη Σερβία ένας μέσος μισθός είναι 380 ευρώ αλλά η ζωή δεν είναι φθηνή (πληρώσαμε 15 ευρώ το άτομο στο τέλος). Επίσης πολλοί Σέρβοι έχουν κατάθλιψη και είναι δύσκολο να βρεις άτομα με αισιοδοξία και φιλοδοξίες για να κάνεις παρέα. Επίσης η νοσταλγία για το σοσιαλισμό είναι αρκετά έντονη, με κύρια διαφορά ότι παλιότερα νοιάζονταν περισσότερο ο ένας για τον άλλο ενώ τώρα ο καθένας την πάρτη του.
Τέλος πάντων, από ευχάριστα: το φαί ήταν πολύ καλό (κρέας βέβαια) και πρέπει να πω ότι λάτρεψα τη slivovitz (την οποία την πίνει κανείς από ένα μίνι μπουκαλάκι). Άλλη μια βραδιά τελείωσε υπέροχα και αφήσαμε τους αγαπητούς μας Σέρβους για να επιστρέψουμε για νάνι γιατί την επόμενη φεύγαμε για Μπρατισλάβα.
.....................βραδινή έξοδος.
.............................σεργιάνι στην πόλη.
....................στη συνοικία Zemun